οξύμωρος — η, ο (Α ὀξύμωρος, ον) 1. ο κατά έντονο τρόπο φαινόμενος μωρός, ο φαινομενικά ανόητος, αλλά στην πραγματικότητα ευφυής 2. φρ. «οξύμωρο σχήμα» γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο συνάπτονται έννοιες αντιφατικές, που αποκλείουν η μία την άλλη… … Dictionary of Greek
οξύμωρος — η, ο 1. ο έξυπνος που φαίνεται μωρός, ο παράξενος. 2. στο συντακτικό «οξύμωρο σχήμα», σχήμα λόγου όπου οι έννοιες λέξεων αποκλείουν η μια την άλλη, ενώ έχουν λογική βάση: Πάω σιγά, για να φτάσω γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Oxymoron — Ein Oxymoron (griechisch οξύμωρος oxys ‚scharf(sinnig)‘ und moros ‚dumm‘; Mehrzahl: Oxymora) ist eine rhetorische Figur, bei der eine Formulierung aus zwei gegensätzlichen, einander (scheinbar) widersprechenden oder sich gegenseitig… … Deutsch Wikipedia
Oxymoron (Begriffsklärung) — Das Oxymoron (griechisch ὀξύμωρος aus oxys: scharf(sinnig) und moros: dumm) bedeutet allgemein Widerspruch in sich und ist: eine rhetorische Figur, die sich widersprechende Begriffsbestandteile miteinander kombiniert: Oxymoron. eine deutsche… … Deutsch Wikipedia
Oxymore — Pour les articles homonymes, voir Oxymoron. En rhétorique, un oxymore ou oxymoron, du grec ὀξύμωρος (oxúmōros de ὀξύς, « aigu, spirituel, fin » et de μωρός, « niais, stupide », mot qui en grec signifie « malin stupide,… … Wikipédia en Français
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
ԱՐԱԳԱՎԱԽՃԱՆ — ( ) NBH 1 0337 Chronological Sequence: 5c, 8c, 12c ա. ὁξύμωρος brevi periturus, ταχύμερος brevis aevi Որ արագ վախճանի. ոյր օրհասն փո՛յթ հասանէ. երագազրաւ. վաղանցուկ. կարճատեւ. *Արագավախճան զօրութիւն. Ածաբ.: ժղ: *Քան զնոսին՝ որք գարնայնին երեւին,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)